- ἐνολισθαίνω
- ἐν-ολισθαίνω, u. ἐν-όλμιος, hineingleiten, einsinken
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ενολισθαίνω — ἐνολισθαίνω (AM) (Α και ἐνολισθάνω) [ολισθαίνω] (για έδαφος) ολισθαίνω, υφίσταμαι κατολίσθηση, γλιστρώ, βυθίζομαι («ἡ χώρα τῶν Λακεδαιμονίων χάσμασιν ἐνώλισθε πολλοῑς» υπέστη κατολίσθηση εξαιτίας πολλών χασμάτων, ρηγμάτων, Πλούτ.) αρχ. πέφτω… … Dictionary of Greek